Οι δώδεκα άθλοι του Ηρακλή

Αρχικά ο Ηρακλής υποσχέθηκε πως θα πραγματοποιούσε δέκα άθλους κατ'εντολή του θείου του Ευρυσθέα, ώστε να εξαγνιστεί για το έγκλημα που είχε διαπράξει, όταν εξαιτίας της Ήρας έχασε τα λογικά του και σκότωσε την οικογένειά του. Αργότερα όμως προστέθηκε η απαίτηση για δύο ακόμα άθλους από τον Ευρυσθέα, τον οποίο καθοδηγούσε η Ήρα.

Πρώτος Άθλος: Το λιοντάρι της Νεμέας

Το λιοντάρι της Νεμέας ζούσε στην περιοχή της Νεμέας και σκόρπιζε το φόβο και τον τρόμο, κατασπαράζοντας ζώα και ανθρώπους. Ήταν απόγονος του Τυφώνα και της Έχιδνας ή του Όρθρου και της Χίμαιρας. Μια άλλη εκδοχή αναφέρει ότι έπεσε από τη Σελήνη, που το πέταξε στην γη και ήταν απόγονος του Δία και της Σελήνης.
Το δέρμα του λιονταριού ήταν αδιαπέραστο από τα βέλη του και πυρίμαχο. Ο Ηρακλής κατάφερε με την θεϊκή δύναμη των χεριών του να το πνίξει και μόνο με τα δόντια του ζώου μπόρεσε να αφαιρέσει το δέρμα του. 
Από τότε και στο εξής ο Ηρακλής φορούσε το δέρμα του λιονταριού σαν αδιαπέραστη πανοπλία. Όταν ο Ευρυσθέας αντίκρισε τον Ηρακλή με την λεοντή, κρύφτηκε από τον φόβο του μέσα σε ένα πιθάρι, νομίζοντας ότι το λιοντάρι ήταν ζωντανό και θα τον έτρωγε. 
Μόλις ξεπέρασε την τρομάρα του αποφάσισε να αναθέσει ακόμα πιο δύσκολους άθλους στον Ηρακλή.

Δεύτερος Άθλος: Η Λερναία Ύδρα

Ως δεύτερο άθλο ο Ευρυσθέας επέλεξε για τον Ηρακλή να σκοτώσει την Λερναία Ύδρα. Ήταν ένα τρομερό φίδι με εννέα κεφάλια που ζούσε κοντά στο Άργος και την Τίρυνθα, μέσα σε μια λίμνη που λεγόταν Λέρνα. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι η λίμνη αυτή συνόρευε με τον Άδη. Οι κάτοικοι της περιοχής δεν τολμούσαν να αντιμετωπίσουν το επικίνδυνο νερόφιδο γιατί έλεγαν πως ήταν κι αυτό παιδί της Έχιδνας και αδελφή του λιονταριού της Νεμέας και πως, αν του έκοβαν το ένα κεφάλι στη θέση του θα φύτρωναν άλλα δύο.
Ο Ηρακλής πήρε μαζί τον αγαπημένο του ανιψιό, τον Ιόλαο, που ήταν γιος του αδελφού του Ιφικλή. Με τον Ιόλαο άναψαν μια μεγάλη φωτιά για να παρασύρουν το τέρας έξω από την κρυψώνα του. Ο Ηρακλής άρχισε να κόβει με το τσεκούρι του τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, και ο Ιόλαος έκαιγε με έναν αναμμένο πυρσό τον λαιμό για να μην φυτρώνουν άλλα δύο στη θέση τους.
Μόνο το μεσαίο κεφάλι έμεινε που ήταν πιο μεγάλο και αθάνατο. Το έκοψε κι αυτό ο Ηρακλής, το έθαψε βαθιά στη γη για να μη ζωντανέψει και βγει στην επιφάνεια. Στη συνέχεια βούτηξε τα βέλη του στο αίμα της Λερναίας Ύδρας, που ήταν δηλητηριώδες κάνοντας έτσι τα βέλη του ακόμα πιο φονικά.

Τρίτος Άθλος: Το ελάφι της Αρτέμιδος (Κερυνίτις έλαφος)


Στα ψηλά βουνά που χωρίζουν την Αργολίδα από την Αρκαδία, ζούσε ένα ελάφι. Ήταν το ιερό ελάφι της θεάς Άρτεμης. Ξεχώριζε από τα άλλα γιατί είχε χρυσά κέρατα και έτρεχε γρηγορότερα κι από τον άνεμο. Αυτό το ελάφι ζήτησε ο Ευρυσθέας να του φέρει ο Ηρακλής.
Όταν κατάφερε να το βρει ο Ηρακλής, εκείνο άρχισε να τρέχει προς τα βόρεια και λέγεται ότι για έναν ολόκληρο ο Ηρακλής το κυνηγούσε μέχρι την γη των Υπερβορείων. Εκεί κατάφερε να το πιάσει όταν εκείνο σταμάτησε σε μια πηγή για να πιεί νερό. Μια άλλη εκδοχή λέει ότι το ελάφι βούτηξε στα νερά του ποταμού Λάδωνα όπου ο Ηρακλής κολύμπησε γρηγορότερα και κατάφερε να το αιχμαλωτίσει.
Όταν όμως ταξίδευε προς το παλάτι του Ευρυσθέα, η Άρτεμη μαζί με τον αδερφό της τον Απόλλωνα θέλησαν να τον τιμωρήσουν. Ο Ηρακλής ζήτησε συγνώμη και υποσχέθηκε ότι μόλις το έδειχνε στον βασιλιά Ευρυσθέα, θα επέστρεφε το ελάφι στην θεά προστάτιδά του.

Τέταρτος Άθλος: Ο κάπρος του Ερύμανθου

Ο Ερύμανθος είναι ένα βουνό που βρίσκεται στα σύνορα της Αρκαδίας και της Ηλείας. Στα μέρη εκείνα ζούσε ένα φοβερό αγριογούρουνο που ήταν γνωστό με το όνομα "Ο κάπρος του Ερύμανθου". Ήταν πελώριο, με τρομερούς χαυλιόδοντες και κατέστρεφε τα σπαρτά των γεωργών. Ούτε και οι Κένταυροι δεν μπορούσαν να το αντιμετωπίσουν, όταν εκείνο κατέβαινε για τροφή στο δάσος της Φολόης και για νερό στο φαράγγι. 
Ο Ευρυσθέας ήθελε τον κάπρο αυτό ζωντανό, κάτι που σήμαινε ότι ο Ηρακλής θα έπρεπε να παλέψει μαζί του.
Ένας κένταυρος, που ονομαζόταν Φόλος, δέχτηκε με χαρά να φιλοξενήσει τον Ηρακλή στη σπηλιά του. Όταν όμως άνοιξαν μια στάμνα με κρασί και άρχισαν να πίνουν, οι άλλοι κένταυροι την πήραν είδηση κι έτρεξαν να πιουν κι εκείνοι. Οι υπόλοιποι Κένταυροι δεν ήταν τόσο πολιτισμένοι όπως ο Φόλος. Πάνω στο θυμό τους, που δεν έφτανε το κρασί για όλους, αποφάσισαν να σκοτώσουν το Φόλο και τον Ηρακλή. Άρχισε τότε μια άγρια μάχη ανάμεσά τους. Ο Ηρακλής κατάφερε να συντρίψει τους κενταύρους, αλλά στη μάχη εκείνη σκότωσε κατά λάθος με ένα δηλητηριασμένο, από το αίμα της Ύδρας, βέλος του τον φίλο του Φόλο.
Την επόμενη μέρα έθαψε με τιμές τον φίλο του και έψαξε για τον τρομερό κάπρο. Όταν βρήκε το ζώο κατάφερε, να το αιχμαλωτίσει με ένα σχοινί. Το έδεσε και το μετέφερε επάνω στην ράχη του μέχρι τον Ευρυσθέα. 
Εκείνη την περίοδο, λέγεται ότι ο Ηρακλής πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία, στην οποία είχαν συμμετάσχει οι περισσότεροι ήρωες της εποχής, με επικεφαλής τον Ιάσονα. Επειδή όμως το θεϊκό βάρος του Ηρακλή καθυστερούσε την πλεύση της Αργούς, οι σύντροφοί του τον εγκατέλειψαν στη Μικρά Ασία. Ένας άλλος μύθος λέει ότι στα παράλια της Μυσίας ο Ύλας, ένας φίλος του Ηρακλή, βγήκε να βρει νερό. Συνάντησε μια πηγή, αλλά εκεί παρασύρθηκε από τις νύμφες του νερού στο βάθος της πηγής. Ο Ηρακλής ήταν απαρηγόρητος και άρχισε να ψάχνει παντού να τον βρει. Άδικα όμως. Οι Αργοναύτες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον ήρωα και να συνεχίσουν χωρίς αυτόν το ταξίδι τους.

Πέμπτος Άθλος: Ο στάβλος του Αυγεία

Επόμενος άθλος για τον Ηρακλής ήταν να καθαρίσει τους στάβλους του βασιλιά Αυγεία. Ο Αυγείας βασίλευε στην Ηλεία, που βρίσκεται στη δυτική ακτή της Πελοποννήσου. Έλεγαν γι' αυτόν ότι ήταν γιος του Ήλιου και ότι τα μάτια του άστραφταν έτσι όπως αστράφτουν οι αχτίδες του Ήλιου το πρωί. Ο Αυγείας είχε στην κατοχή του πολλά κοπάδια με βόδια, που το βράδυ τα έκλεινε σ' ένα μεγάλο στάβλο. Σιγά σιγά ο στάβλος αυτός γέμισε από κοπριά. Ο Ευρυσθέας ζήτησε από τον Ηρακλή να καθαρίσει την κοπριά σε μια μόνο ημέρα.
Ο Ηρακλής παρατήρησε ότι αυτοί οι αποκρουστικοί στάβλοι βρίσκονταν ανάμεσα σε δύο ορμητικούς ποταμούς, τον Αλφειό και τον Πηνειό. Άρχισε τότε να σκάβει ένα φαρδύ αυλάκι από τον Αλφειό και το έφερε ως τη μια είσοδο του στάβλου. Το ίδιο έκανε με τον Πηνειό. Το δεύτερο αυλάκι έφτασε σε μια άλλη είσοδο του στάβλου. Τα ορμητικά νερά των δυο ποταμών ενώθηκαν μέσα στο στάβλο και... μέσα σε λίγες ώρες παρέσυραν όλη την κοπριά. Έτσι πριν ακόμα βασιλέψει ο Ήλιος, ο βασιλιάς Αυγείας βρήκε τον Ηρακλή να τον περιμένει μέσα σ' ένα πεντακάθαρο στάβλο, όπου δεν υπήρχε ίχνος κοπριάς. 
Ο Αυγείας είχε βάλει στοίχημα ότι αν ο Ηρακλής πετύχαινε τον άθλο του, θα του έδινε το ένα δέκατο από τα κοπάδια του, κάτι που όμως δεν τήρησε. Ο Ηρακλής τότε έκανε εκστρατεία εναντίον του και μάλιστα σκότωσε εκείνον και όλους τους γιους του, εκτός από τον Φυλέα που τον είχε υποστηρίξει.
Κατά την εκστρατεία του αυτή σκότωσε και τους δύο Μολίονες, δίδυμα τέρατα που είχαν μαζί ένα σώμα με δύο κεφάλια. Μετά απ' αυτόν τον άθλο του αναφέρεται η εκστρατεία του στην Σπάρτη ή Λακεδαίμονα. Εκεί τιμώρησε τους δώδεκα γιους του Ιπποκόωντα και επανέφερε στο θρόνο τον Τυνδάρεω.
Στον δρόμο για τη Λακεδαίμονα, συνάντησε την Αυγή που ήταν κόρη του βασιλιά της Τεγέας Αλεού. Ο Ηρακλής την ερωτεύτηκε και την έκανε μητέρα του Τήλεφου. Κατά την ίδια περίοδο σκότωσε και τον κένταυρο Ευρυτίωνα, γιατί διεκδικούσε τη Μνησιμάχη, κόρη του Δεξαμενού, βασιλιά του Ώλενου.

Έκτος Άθλος: Οι Στυμφαλίδες όρνιθες

Στα βορειοανατολικά σύνορα του νομού Αρκαδίας βρισκόταν μια λίμνη. Ονομαζόταν λίμνη του Στύμφαλου. Εκεί, ανάμεσα στα πυκνά δέντρα της όχθης και τους θάμνους, έμεναν κάτι παράξενα και επικίνδυνα πουλιά που οι κάτοικοι ονόμαζαν Στυμφαλίδες Όρνιθες. Είχαν χάλκινα μυτερά φτερά και ράμφη. Και τα νύχια τους ήταν χάλκινα, μακριά και σουβλερά και οι όρνιθες αυτές τρέφονταν με ανθρώπινες σάρκες. 
Οι Στυμφαλίδες όρνιθες διώχθηκαν από τους λύκους μέσω μιας χαράδρας κοντά στον Ορχομενό της Αρκαδίας και είχαν καταφύγει στη λίμνη Στυμφαλία της ορεινής Κορινθίας, αποτελώντας απειλή για τους ανθρώπους, τα κοπάδια και τις σοδειές. Ο Ηρακλής δεν γνώριζε πώς να τις κάνει να βγουν από την πυκνή βλάστηση της λίμνης. Τότε ως από μηχανής θεός του παρουσιάστηκε η θεά Αθηνά, που του έδωσε κρόταλα από χαλκό σφυρηλατημένα στο εργαστήρι του Ηφαίστου, τα οποία κροτάλισε ο ήρωας από ένα ύψωμα δίπλα στη λίμνη. Με τους ήχους αυτούς τα πουλιά ξεσηκώθηκαν τρομαγμένα και ο Ηρακλής τα εξολόθρευσε με τα βέλη του. 

Έβδομος Άθλος: Τα άλογα του Διομήδη

Έξη άθλους είχε κάνει ο Ηρακλής και ο Ευρυσθέας κόντευε να σκάσει από το κακό του γιατί δεν είχε πάθει τίποτα ο ανιψιός του. Αυτή τη φορά όμως θα τον έστελνε κάπου μακριά ν' αντιμετωπίσει τον πιο φοβερό κίνδυνο. Θα τον έστελνε στη Θράκη να του φέρει τα άλογα του Διομήδη. Ο Διομήδης ήταν βασιλιάς της Θράκης και γιος του θεού Άρη. Ο Άρης του είχε χαρίσει τέσσερα άλογα που αντί για χορτάρι έτρωγαν ανθρώπους! Λεγόταν μάλιστα ότι κάθε ξένο που έφτανε στο παλάτι του, ο Διομήδης τον έριχνε τροφή στα άλογά του. Αυτά τα τρομερά άλογα έπρεπε να πάρει ο Ηρακλής, αφού θα αντιμετώπιζε πρώτα τον Διομήδη και να τα φέρει από τη Θράκη στην Πελοπόννησο.
Ξεκίνησε για το μακρινό του ταξίδι κι ύστερα από πολλές μέρες έφτασε στο παλάτι του βασιλιά της Θεσσαλίας, του Άδμητου. Τον Άδμητο τον είχε καταραστεί κάποιος από τους θεούς να πεθάνει νέος. Θα μπορούσε να σωθεί μόνο αν κάποιος από τους γονείς του ή τη γυναίκα του έπαιρνε τη θέση του στο νεκρικό κρεβάτι.
Αρρώστησε βαριά ο Άδμητος κι ήταν έτοιμος να πεθάνει. Αλλά ούτε ο πατέρας του ούτε η μητέρα του θέλησαν να δώσουν τη ζωή τους για να σωθεί ο γιος τους. Μόνο η Άλκηστη, η όμορφη γυναίκα του Άδμητου, πήρε τη θέση του.
Όταν έφτασε στο παλάτι ο Ηρακλής, ο Άδμητος είχε γιατρευτεί και ήταν όρθιος, ενώ η Άλκηστη πέθαινε. Τότε ο Ηρακλής, συγκινημένος από τη θυσία της Άλκηστης, αποφάσισε να τη σώσει. Μπήκε μόνος του στο δωμάτιό της και όταν είδε το Θάνατο, που ήταν έτοιμος να πάρει την ψυχή της, όρμησε κατά πάνω του, ήρθαν στα χέρια και ύστερα από μια άγρια πάλη κατάφερε να τον νικήσει και να σώσει την όμορφη βασίλισσα.
Το απίστευτο κατόρθωμά του έκανε εντύπωση στον Άδμητο και στους κατοίκους της Θεσσαλίας. Το ευτυχισμένο ανδρόγυνο παρακάλεσε τον Ηρακλή να μείνει όσο επιθυμούσε κοντά τους για να μπορέσουν να τον ευχαριστήσουν για το καλό που τους έκανε.
Αφού ξεκουράστηκε αρκετά στο παλάτι του Άδμητου, συνέχισε το ταξίδι του για την Θράκη. Έφτασε στο παλάτι του Διομήδη και κείνος τον δέχτηκε πρόθυμα. Δεν ήξερε ποιος ήταν ο ξένος και σκόπευε να τον ρίξει στα παχνιά των άγριων αλόγων του για να χορτάσουν την πείνα τους. Αλλά ο Ηρακλής μάντεψε το σκοπό του κι όταν οι πολεμιστές του Διομήδη όρμησαν να τον σκοτώσουν , κατάφερε να τους νικήσει.

Όρμησε τότε ο Διομήδης να σκοτώσει τον ξένο του. Ήταν άγριος σαν τον πατέρα του τον Άρη και τρομερά σκληρός. Ήρθε στα χέρια με τον Ηρακλή και πάλεψαν μανιασμένα για αρκετή ώρα. Στο τέλος, κι ενώ είχαν φτάσει παλεύοντας ως τον στάβλο όπου βρίσκονταν δεμένα τα άγρια άλογα, ο Ηρακλής κατάφερε να νικήσει τον Άδμητο. Τον πέταξε τότε μπροστά στα άλογά του που τον κατασπάραξαν αμέσως. Έτσι ο Διομήδης τιμωρήθηκε σκληρά γι' αυτό που είχε κάνει στους ξένους του. Βρήκε τον ίδιο θάνατο.

Όταν τα άλογα χόρτασαν με ο Διομήδη, ο Ηρακλής κατάφερε εύκολα να τα τιθασεύσει και να τα δέσει. Τα έβγαλε τότε δεμένα με τις βαριές τους αλυσίδες και τα πήγε στην Πελοπόννησο. Τα άγρια άλογα ημέρωσαν σιγά σιγά και η ράτσα τους έφτασε ως την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου. Λέγεται μάλιστα ότι ο Βουκεφάλας ήταν από τη ράτσα των αλόγων του Διομήδη.

Όγδοος Άθλος: Ο Ταύρος του Μίνωα

Ο ταύρος αυτός ήταν ένα πελώριο ζώο που ήρθε στον κόσμο μετά από μια ευχή του βασιλιά της Κρήτης Μίνωα. Συγκεκριμένα, ο Μίνωας υποσχέθηκε στον Ποσειδώνα ότι θα του θυσίαζε οτιδήποτε έβγαινε από τη θάλασσα. Τότε, αναδύθηκε μέσα από τη θάλασσα ένας μεγαλοπρεπής ταύρος, όμως ο Μίνωας, εκστασιασμένος από την ομορφιά του ζώου, θυσίασε ένα άλλο ζώο στη θέση του, νομίζοντας ότι θα ξεγελούσε το θεό. 
Ο Ποσειδώνας οργίστηκε και αγρίεψε τον ταύρο, ο οποίος άρχισε να προξενεί τεράστιες καταστροφές στο νησί. Σύμφωνα με διαφορετική εκδοχή του μύθου, ο Ποσειδώνας έκανε την Πασιφάη, σύζυγο του Μίνωα, να ερωτευτεί τον ταύρο. Από την ένωσή τους γεννήθηκε ο Μινώταυρος. 
Σε κάθε περίπτωση, ο άθλος που καλούταν να επιτελέσει ο Ηρακλής ήταν να φέρει στον Ευρυσθέα εκείνον τον ταύρο από το βασίλειο του Μίνωα στην Κρήτη.
Ο Ηρακλής έστησε ενέδρα στον ταύρο και όταν τον είδε να βγαίνει πίσω από τις φυλλωσιές κατά πάνω του, τίναξε το σκοινί του και κατάφερε να φυλακίσει με τη θηλιά του το κεφάλι και το ένα μπροστινό πόδι του ταύρου. Όταν το άγριο ζώο έπεσε καταγής, το χτύπησε με το ρόπαλό του στο κεφάλι, το ζάλισε κι έτσι το έδεσε με την ησυχία του. Το μετέφερε τότε στους ώμους του και το φόρτωσε σ' ένα καράβι για την Τίρυνθα.
Ο Ευρυσθέας αργότερα ελευθέρωσε τον ταύρο. Εκείνος έμεινε λίγο καιρό στην Πελοπόννησο και περνώντας από τον ισθμό της Κορίνθου έφτασε την Αττική, στην περιοχή του Μαραθώνα. Άρχισε και πάλι να σκορπίζει το φόβο και το θάνατο, ώσπου ένας άλλος ήρωας, ο Θησέας, ανέλαβε να τον σκοτώσει.

Ένατος Άθλος: Η ζώνη της Ιππολύτης

Στο μακρινό Πόντο ζούσε μια φυλή αμαζόνων. Ήταν όλες τους όμορφες γυναίκες, αλλά σκληρές και περήφανες πολεμίστριες. Ήταν άριστες ιππεύτριες και περίφημες στην τέχνη της τοξοβολίας. Η βασίλισσά τους ονομαζόταν Ιππολύτη, ή με βάση άλλη εκδοχή Μελανίππη, και την ξεχώριζε εύκολα κανείς από τις άλλες γιατί φορούσε μια ολόχρυση ζώνη, έμβλημα της εξουσίας της. Έλεγαν πως ήταν κόρη του θεού Άρη και πως τη ζώνη της την είχε χαρίσει ο πατέρας της για τη γενναιότητά της στις μάχες.
Η Αδμήτη, κόρη του Ευρυσθέα, επιθυμούσε να αποκτήσει τη ζώνη αυτή, γι' αυτό και ο Ευρυσθέας ανέθεσε στον Ηρακλή να του τη φέρει. Σε αυτό του το ταξίδι ο Ηρακλής πήρε μαζί του μερικούς ακόμα ονομαστούς ήρωες της εποχής: τον Θησέα, τον Πηλέα και τον Τελαμώνα.
Στο ταξίδι τους έως τον Εύξεινο Πόντο αντιμετώπισαν όπως ήταν αναμενόμενο αρκετές περιπέτειες. Στην Πάρο οι άγριες διαθέσεις των κατοίκων του νησιού τους εξώθησαν να σκοτώσουν δύο συντρόφους του Ηρακλή. Ο ήρωας τότε εξοργισμένος σκότωσε τα τέσσερα παιδιά του Μίνωα που κατοικούσαν στο νησί και πολιόρκησε τους κατοίκους του νησιού μέσα στα τείχη της πόλης. Εκείνοι, μη αντέχοντας την πολιορκία, αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν με τον Ηρακλή και να αντικαταστήσουν τους δύο νεκρούς συντρόφους του με τον Σθένελο και τον Αλκαίο, εγγονούς του Μίνωα. Στη Μυσία, ο βασιλιάς της Λύκος βρισκόταν σε πόλεμο με μια γειτονική φυλή. Ο Ηρακλής τον βοήθησε να νικήσει τους εχθρούς του και εκείνος για να τον τιμήσει ονόμασε τη χώρα που κατέκτησε Ηράκλεια.
Τελικά όταν ο Ηρακλής με τους συντρόφους του έφτασαν στην χώρα των Αμαζόνων, βλέποντάς τους η Ιππολύτη, αρχικά εμφανίστηκε πρόθυμη να παραδώσει την ζώνη της. Η Ήρα τότε μεταμφιεσμένη σε αμαζόνα ξεσήκωσε τις υπόλοιπες αμαζόνες οι οποίες θεώρησαν προσβολή την απαίτηση του Ηρακλή και όρμησαν να τον σκοτώσουν. Επάνω στη μάχη σκοτώθηκαν πολλές αμαζόνες μεταξύ των οποίων και η Ιππολύτη. Ο Ηρακλής πήρε έτσι την χρυσή ζώνη της βασίλισσας, ενώ και ο Θησέας πήρε μαζί του μια από τις αμαζόνες που ονομαζόταν Αντιόπη. Από το γάμο του Θησέα με την Αντιόπη γεννήθηκε ο Ιππόλυτος.
Στην επιστροφή ο Ηρακλής πέρασε από την Τροία.  Εκεί έσωσε την κόρη του βασιλιά Λαομέδοντα, Ησιόνη, από ένα θαλάσσιο τέρας, που που είχε στείλει ο Ποσειδώνας για να τιμωρήσει τον βασιλιά. Ο Λαομέδοντας είχε χτίσει τα τείχη της πόλης με τη βοήθεια του Απόλλωνα και του Ποσειδώνα, αλλά αρνήθηκε να ξεπληρώσει τους δύο θεούς. Σαν απάντηση ο Απόλλωνας έστειλε πανώλη στο βασίλειο, ενώ ο Ποσειδώνας το θαλάσσιο τέρας.
Ως ανταμοιβή, που ο Ηρακλής έσωσε την Ησιόνη, ο Λαομέδοντας του είχε τάξει τα άλογα του Δία που είχε στην κατοχή του, τα οποία όμως τελικά δεν παρέδωσε. Ο Ηρακλής για εκδίκηση πολιόρκησε και κατέκτησε την Τροία.
Η ζώνη της Ιππολύτης κατέληξε στα χέρια της κόρης του Ευρυσθέα.

Δέκατος Άθλος: Τα βόδια του Γηρυόνη

Για τον δέκατο και τελευταίο άθλο ο Ηρακλής θα έπρεπε να πάει μακριά προς τη δύση, όπου βρισκόταν μια χώρα που κατοικούσε ένας τερατώδης άνθρωπος , ο Γηρυόνης. Ο Γηρυόνης είχε δυο πόδια αλλά από τη μέση και πάνω χωριζόταν σε τρεις ανθρώπους. Είχε δηλαδή, τρεις κορμούς, τρία κεφάλια και έξη χέρια.
Ο Γηρυόνης είχε ένα ξακουστό κοπάδι από κόκκινα βόδια, μεγάλα και παχιά, που όμοιά τους δεν υπήρχαν πουθενά στον κόσμο. Το κοπάδι του, εκτός από τον ίδιο το φύλαγαν ο πιστός βοσκός του Ευρυτίωνας, που ήταν κι εκείνος γίγαντας και ένας τερατώδης σκύλος, με δυο κεφάλια, που τον έλεγαν Όρθρο και ήταν γιος του Τυφώνα και της Έχιδνας. Ο Ηρακλής, λοιπόν, ύστερα από προσταγή του Ευρυσθέα, έπρεπε να πάει στη χώρα του Γηρυόνη και να τα φέρει στην Τίρυνθα. 
Για να φτάσει ως τη χώρα του Γηρυόνη ο Ηρακλής, πέρασε από πολλές χώρες και το ταξίδι του κράτησε πολλούς μήνες. Καθώς περνούσε από τη Λιβύη, γνώρισε το βασιλιά εκείνης της περιοχής που ονομαζόταν Ανταίος. Ήταν σκληρός και τρομερά δυνατός, που λεγόταν ότι ήταν γιος της Γης. Καλούσε τους ξένους να παλέψουν μαζί του και τους σκότωνε.
Κάλεσε και τον Ηρακλή. Η πάλη τους ήταν άγρια και κράτησε πολλές ώρες γιατί ήταν και οι δύο εξίσου δυνατοί. Ήταν έτοιμος να κερδίσει ο Ανταίος όταν ο Ηρακλής αντιλήφθηκε ότι ο αντίπαλός του, όταν τον σήκωνε ψηλά, έχανε τη δύναμή του. Δηλαδή αντλούσε δύναμη από τη μητέρα του, τη Γη. Έτσι τον κράτησε αρκετή ώρα πάνω από τη γη και κατάφερε να τον νικήσει και να τον σκοτώσει.
Όταν ύστερα από πολύ καιρό έφτασε στη χώρα του Γηρυόνη και πλησίασε το ξακουστό κοπάδι του, του επιτέθηκε πρώτος ο Όρθρος. Με το βαρύ του ρόπαλο ο Ηρακλής πάλεψε μαζί του και κατάφερε να τον σκοτώσει. Στη συνέχεια του επιτέθηκε ο βοσκός του κοπαδιού, ο Ευρυτίωνας. Έτρεξε να τον σκοτώσει αλλά με το ρόπαλο του ο Ηρακλής έριξε νεκρό.

Τέλος, από μια σπηλιά, ξεπρόβαλε το τρομερό τέρας, ο Γηρυόνης. Αν τον πλησίαζε, θα ήταν δύσκολο στον Ηρακλή να τον αντιμετωπίσει. Γιατί αν προλάβαινε να σκοτώσει το ένα κορμί του Γηρυόνη, θα τον σκότωναν τα άλλα δύο. Αποφάσισε λοιπόν να χρησιμοποιήσει το τόξο του με τα δηλητηριασμένα βέλη και κατάφερε να σκοτώσει και τα τρία κορμιά του αντιπάλου του πριν εκείνος προλάβει να τον πλησιάσει. Τότε έστησε και δύο στήλες σημεία της πορείας του , τη μία στην Ευρώπη και την άλλη στην Λιβύη, τις λεγόμενες Ηράκλειες στήλες.
Όταν επέστρεφε, σταμάτησε για λίγο στη Σικελία. Εκεί πάλεψε με τον Έρυκα, γιο του Ποσειδώνα, και τον σκότωσε, γιατί του έκλεψε έναν ταύρο. Ύστερα από πολλές περιπέτειες κατάφερε να φέρει το κοπάδι του Γηρυόνη στην Τίρυνθα, αλλά οι άθλοι του δεν ολοκληρώθηκαν εκεί.
Με προτροπή της Ήρας, ο Ευρυσθέας του ακύρωσε δύο από τους άθλους του: τη Λερναία Ύδρα επειδή τη σκότωσε με τη βοήθεια του Ιόλαου και τους στάβλους του Αυγεία επειδή πληρώθηκε. Έτσι, θα έπρεπε να αντικαταστήσει εκείνους τους άθλους με δύο άλλους.

Ενδέκατος Άθλος: Τα μήλα των Εσπερίδων

Στη μακρινή χώρα του Άτλαντα, η Ήρα είχε φυτέψει στον κήπο των θεών κάποιες μαγικές μηλιές με μηλιές, που έκαναν χρυσά μήλα. Οι μηλιές που παρήγαγαν τους καρπούς αυτούς είχαν δοθεί από τη Γη στον Δία και την Ήρα σαν γαμήλιο δώρο. Σ' αυτόν τον κήπο κατοικούσαν μερικές νύμφες, οι Εσπερίδες, και μόνο αυτές μπορούσαν να κόβουν τα χρυσά μήλα. Για να μην πλησιάζει κανείς αυτό το μοναδικό δέντρο, το φύλαγε μέρα και νύχτα ένα φίδι με εκατό κεφάλια, ο Λάδωνας, γιος του Τυφώνα και της Έχιδνας. Αυτά τα μήλα ζήτησε ο Ευρυσθέας από τον Ηρακλή ως τον ενδέκατο άθλο του. 
Καθώς προχωρούσε προς τη χώρα των Εσπερίδων ο Ηρακλής, έφτασε στον Καύκασο. Στο βουνό αυτό ο Δίας είχε αλυσοδέσει τον Προμηθέα για να τον τιμωρήσει επειδή είχε κλέψει τη φωτιά από τους θεούς και την είχε δώσει στους ανθρώπους. Ένας αϊτός ερχόταν κάθε μέρα και του έτρωγε το συκώτι, που τα βράδια ξαναφύτρωνε στο σώμα του καινούριο, καθώς ο Προμηθέας ήταν αθάνατος. Ο Ηρακλής που συγκινήθηκε από το μαρτύριο του Προμηθέα, μ' ένα βέλος του σκότωσε τον αϊτό και ελευθέρωσε από τις αλυσίδες τον ευεργέτη των ανθρώπων. Ο Προμηθέας τον ευχαρίστησε για τη σωτηρία του και τον ρώτησε που πηγαίνει. Ο Ηρακλής του εξήγησε τότε ότι πήγαινε να κλέψει τα μήλα των Εσπερίδων. Ο Προμηθέας τότε τον συμβούλεψε να ζητήσει από τον Άτλαντα που ήταν κοντά στον κήπο και κρατούσε τον ουρανό, να πάρει για λίγο τη θέση του για του φέρει εκείνος τα μήλα.
Έτσι κι έγινε. Ο Ηρακλής απέφυγε να μπει στον κήπο που προστατευόταν από την Ήρα. Ζήτησε από τον Άτλαντα να κρατήσει για λίγο τον δυσβάστακτο ουρανό, ώστε εκείνος να του έφερνε τα μήλα. Ο Άτλας το δέχτηκε, πήγε στον κήπο, σκότωσε τον δράκοντα και επέστρεψε με τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων. Ο Άτλας όμως είχε ελευθερωθεί από το μαρτύριο του ουρανού, και εμφανίστηκε απρόθυμος να επιστρέψει στο πόστο του. Είπε στον Ηρακλή ότι θα πήγαινε ο ίδιος τα μήλα στον Ευρυσθέα. Ο Ηρακλής που κατάλαβε ότι ο Άτλας δεν είχε σκοπό να πάρει στους ώμους του τον ουρανό. Του ζήτησε να του δείξει ποιος θα ήταν ο σωστότερος τρόπος να κρατάει τον ουράνιο θόλο. Ο Άτλας ανυποψίαστος, άφησε κάτω τα μήλα και κράτησε τον ουρανό για να δείξει στον Ηρακλή πώς θα έπρεπε να τον σηκώνει. Τότε ο Ηρακλής άρπαξε τα μήλα και έτρεξε μακριά, ξεγελώντας τον Άτλαντα.
Όταν ο Ηρακλής πήγαινε για τον κήπο των Εσπερίδων, έκανε κι άλλα πολλά δευτερεύοντα κατορθώματα:
Σκότωσε το γίγαντα Κύκνο, που τον προκάλεσε σε μονομαχία. Πατέρας του ήταν ο Άρης, που προσπάθησε να βοηθήσει το γιο του. Αλλά και αυτόν τον πλήγωσε ο Ηρακλής.
Περνώντας από την Αίγυπτο αιχμαλωτίστηκε από το βασιλιά Βούσιρη, αλλά έπειτα κατόρθωσε να τον σκοτώσει.
Σκότωσε επίσης το βασιλιά της Αιθιοπίας (ή Αραβίας) Ημαθίωνα κι έδωσε το θρόνο στον αδελφό του Μέμνονα.

Δωδέκατος και τελευταίος άθλος: Ο Κέρβερος

Αν και ο Ηρακλής κατάφερε να πραγματοποιήσει έντεκα άθλους και να γυρίσει ζωντανός στην Τίρυνθα, στο δωδέκατο και τελευταίο άθλο, ο Ευρυσθέας ήταν σίγουρος ότι δεν θα τα κατάφερνε. Γιατί τον έστελνε να μπει στον Άδη και να του φέρει ζωντανό τον Κέρβερο! Ο Κέρβερος ήταν ένας τρομερός σκύλος με τρία κεφάλια και ουρά που είχε στην άκρη της ένα κεφάλι φιδιού. Στεκόταν άγρυπνος φρουρός στην πύλη του Άδη, δεν πείραζε εκείνους που ήθελαν να μπουν αλλά κατασπάραζε όλους όσους τολμούσαν να βγουν. Πώς ήταν λοιπόν δυνατόν να μπει ο Ηρακλής, που ήταν άνθρωπος θνητός, στον Άδη και να καταφέρει να βγει;
Όμως ο Ηρακλής τόλμησε να ξεκινήσει και γι' αυτόν τον άθλο. Έφτασε στην άκρη του ακρωτηρίου Ταίναρο και βρήκε την είσοδο του Άδη. Ο Κέρβερος τον πήρε αμέσως είδηση αλλά δεν έμεινε στη θέση του. Τρόμαξε τόσο πολύ από το αγέρωχο ανάστημα του Ηρακλή και την άγρια και αποφασιστική ματιά του και το έβαλε στα πόδια, ζητώντας καταφύγιο στο θρόνο του θεού του Άδη, Πλούτωνα. Ο Ηρακλής προχώρησε στον Άδη. Δεξιά και αριστερά του έβλεπε τις ψυχές των νεκρών, που αρκετούς από αυτούς τους γνώριζε. Σε μια στιγμή, ένας από τους νεκρούς, ο ήρωας της Αιτωλίας Μελέαγρος, προχώρησε προς το μέρος του. Ο Μελέαγρος είχε πεθάνει εκείνες τις μέρες. Μόλις συνάντησε τον Ηρακλή του ζήτησε, μόλις έβγαινε να παντρευόταν την πανέμορφη αδελφή του, την Δηιάνειρα. Ο Ηρακλής του το υποσχέθηκε. 
Ο Ηρακλής έφτασε στον θρόνο του Άδη, ο οποίος ήταν απρόθυμος να παραδώσει τον Κέρβερο στον Ηρακλής. Η Περσεφόνη όμως, που ήταν κι εκείνη κόρη του Δία, όπως ο Ηρακλής, ζήτησε από τον σύζυγό της να μην ενοχλήσει τον αδελφό της στην προσπάθειά του να πιάσει τον Κέρβερο. Έτσι κι έγινε.
Ο Ηρακλής κυνήγησε τότε τον Κέρβερο, τον έφτασε, τον άρπαξε από τους λαιμούς του, έσφιξε με δύναμη και όταν τον ζάλισε τον έδεσε με αλυσίδες και τον έβγαλε από τον Άδη.
Όταν παρουσίασε τον Κέρβερο ζωντανό στο παλάτι, ο Ευρυσθέας κατακίτρινος από το φόβο του έτρεξε να κρυφτεί ακόμα μια φορά στο πιθάρι.

Έτσι ο Ηρακλής πραγματοποίησε τους δώδεκα άθλους και συγχωρέθηκε από τους θεούς γι' αυτό που είχε κάνει πριν αρκετά χρόνια στη Θήβα πάνω στην τρέλα του.