Η Δανάη ήταν κόρη της Ευρυδίκης και του Ακρίσιου, βασιλιά του Άργους. Ο Ακρίσιος προσπάθησε να σκοτώσει τη Δανάη και τον γιο της για να σωθεί ο ίδιος. Η ιστορία ξεκίνησε όταν ο Ακρίσιος έμαθε για μια τρομερή προφητεία για την κόρη του. Το μαντείο των Δελφών έδωσε χρησμό ότι η Δανάη θα έκαν γιο που κάποια στιγμή στο μέλλον θα σκότωνε τον παππού του. Σε μια προσπάθεια να αποτρέψει το γεγονός αυτό, ο Ακρίσιος φυλάκισε την κόρη του σε μια υπόγεια κάμαρα που έπαιρνε αέρα και φως από μια μικρή οπή στην κορυφή. Έτσι κανένας άντρας δεν θα μπορούσε να την βρει. Κάποια μέρα, ενώ η Δανάη θρηνούσε για τη φυλάκισή της πρόσεξε μερικές σταγόνες βροχής να διαπερνούν μέσα στο δωμάτιό της. Οι σταγόνες ήταν από χρυσό και την έλουζαν, όταν τελικά κατάλαβε ότι ήταν ο Δίας που είχε μεταμορφωθεί σε σταγόνες για να την πλησιάσει και να γίνει εραστής της. Η Δανάη υπέκυψε στην πολιορκία του Δία και πέρασαν πολλές ώρες μαζί. Σύντομα γεννήθηκε ο γιος της που ήταν και γιος του Δία, ο Περσέας.
Ο Ακρίσιος, τρέμοντας από φόβο, όταν το έμαθε αρνήθηκε να πιστέψει ότι ο εγγονός του ήταν γιος του Δία. Ήταν αποφασισμένος να αποτρέψει τον χρησμό από το πραγματοποιηθεί κι έτσι κλείδωσε την Δανάη και τον μικρό Περσέα μέσα σε ένα ξύλινο μπαούλο, το οποίο πέταξε στη θάλασσα. Ήλπιζε ότι έτσι θα ξεμπέρδευε μαζί τους, αλλά το μπαούλο ήταν υπο την προστασία του Δία. Παρασύρθηκε μακριά στο πέλαγος όταν τελικά έπλευσε μέχρι τη Σέριφο. Ο αδερφός του τοπικού βασιλιά Πολυδέκτη, ψάρευε στη θάλασσα εκείνη την μέρα, όταν εντόπισε το μπαούλο στα δίχτυα του. Όταν το άνοιξε είδε με μεγάλη του έκπληξη μια πανέμορφη κοπέλα με το μωρό της. Η Δανάη και ο Περσέας, ήταν ακόμα ζωντανοί και είχαν βρει ένα νέο σπιτικό.Τα επόμενα χρόνια ο Πολυδέκτης ερωτεύτηκε τη Δανάη αλλά επειδή ο Περσέας είχε μεγαλώσει, ντράπηκε να τη ζητήσει σε γάμο.
Σκέφτηκε έτσι ένα τέχνασμα για να απομακρύνει τον Περσέα. Δήλωσε ότι θα παντρευόταν με κάποια άλλη, απαιτώντας έτσι από τους πολεμιστές του βασιλείου του γαμήλια δώρα. Ο Περσέας ήταν ήδη ένας ατίθασος και γενναίος νέος και υποσχέθηκε στον Πολυδέκτη ότι θα του πήγαινε δώρο το κεφάλι της γοργόνας Μέδουσας, που μπορούσε να μετατρέψει όποιον κοιτούσε σε πέτρα. Σίγουρα, σκέφτηκε ο Πολυδέκτης η Μέδουσα θα σκότωνε τον Περσέα κι έτσι θα μπορούσε να πλησιάσει την Δανάη ανενόχλητος. Ο Περσέας επισκέφτηκε τις Γραίες, τρεις τυφλές και χωρίς δόντια μάγισσες που του είπαν πού θα έβρισκε την γοργόνα. Ο Περσέας τους έκλεψε την περικεφαλαία της αορατότητας, φτερωτά σανδάλια, και άλλα μαγικά βοηθήματα προτού ξεκινήσει για την αναζήτησή του. Βρήκε την γοργόνα να κοιμάται και προσέχοντας να μην την κοιτάξει κατάματα παρά μόνο το είδωλό της στην μπρούτζινη ασπίδα του, της πήρε το κεφάλι.
Όταν επέστρεψε στη Σέριφο, κρατώντας το γεμάτο φίδια κεφάλι της Μέδουσας, διαπίστωσε ότι ο Πολυδέκτης παρενοχλούσε την μητέρα του, τη Δανάη, η οποία είχε αναζητήσει άσυλο στα ιερά των θεών. Εξοργισμένος, ο Περσέας αντιμετώπισε τον βασιλιά δείχνοντάς του το κεφάλι της Μέδουσας. Ο Πολυδέκτης έριξε μια ματιά στο κεφάλι της και μετατράπηκε αστραπιαία σε πέτρα. Περσέας και Δανάη ήταν επιτέλους ελεύθεροι να φύγουν από τη Σέριφο και να επιστρέψουν στο Άργος. Ο βασιλιάς Ακρίσιος είχε ακόμα στο μυαλό του το χρησμό του μαντείου των Δελφών, ωστόσο χάρηκε που υποδέχτηκε τον διάδοχό του. Τελικά αγάπησε τον Περσέα και πίστεψε ότι ποτέ του δεν θα έφτανε σε σημείο να του κάνει κακό. Παρόλα αυτά μια μέρα στην πόλη της Λάρισας γίνονταν επικήδειοι αγώνες προς τιμήν το τοπικού βασιλιά, και ένας νεαρός αθλητής έριξε το δίσκο. Ο Ακρίσιος έτυχε να βρίσκεται στην τροχιά του δίσκου, ο οποίος τον χτύπησε στο κεφάλι και τον σκότωσε ακαριαία. Ο νεαρός άντρας ήταν ο Περσέας και ο δελφικός χρησμός είχε επαληθευτεί. Ο Περσέας αποφάσισε να μην πάρει το θρόνο του παππού του, αλλά έγινε βασιλιάς της Τίρυνθας και των Μυκηνών, δύο μεγάλων πόλεων της εποχής του Χαλκού. Στα παιδιά του συγκαταλέγονται ήρωες όπως ο Ηρακλής, έτσι η Δανάη έγινε προγονή ενός από τους μεγαλύτερους Έλληνες θρυλικούς ήρωες.